πικροδάφνη ή ροδοδάφνη

πικροδάφνη ή ροδοδάφνη
(Νήριο το oλέαντρο). Φυτό της οικογένειας των αποκυνιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται συχνά ως καλλωπιστικό. Έχει μορφή θάμνου ή δενδρύλλιου και συναντάται αυτοφυές στις παραμεσόγειες περιοχές. Στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ κοινή και ως καλλιεργούμενη και ως άγρια, ιδίως στις όχθες των ποταμών και των χειμάρρων. Τα αειθαλή φύλλα της είναι επιμήκη, λογχοειδή-μυτερά, σκουροπράσινα, ελαφρά γυαλιστερά πάνω, θαμπά ανοιχτόχρωμα στην κάτω επιφάνεια· δερματώδη, επειδή έχουν ισχυρή αφυμενίωση της επιδερμίδας, αντέχουν πολύ στον ήλιο και στην ξηρασία, όπου η π. είναι εκτεθειμένη για μεγάλες περιόδους. Τα διακοσμητικά άνθη της είναι λευκά ή, πιο συχνά, ρόδινα και σχηματίζουν επάκριους κορύμβους· η στεφάνη έχει πέντε πλατείς λοβούς και φέρει μια εσωτερική παραστεφάνη, την οποία ανακινούν τα επικονιαστικά έντομα, απωθώντας έτσι τις μικρές ουραίες επιμηκύνσεις των ανθήρων, οι οποίοι αδειάζουν γύρη στη ράχη των εντόμων. Ηπ. περιέχει την τοξική αλκαλοειδή νηριίνη και γι’ αυτό είναι φυτό δηλητηριώδες σε όλα τα μέρη του. Τα άνθη της Πικροδάφνης είναι λευκά ή κόκκινα και πιο συχνά ρόδινα. Η πικροδάφνη (νήριο το ολέανδρο), αυτοφυής στις παραμεσόγειες περιοχές, καλλιεργείται συχνά για διακοσμητικούς σκοπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πικροδάφνη — η καλλωπιστικό φυτό, αλλιώς νήριο, ροδοδάφνη: Κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη (Σεφέρης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροδοδάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας, του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (6 τ. χλμ.) και βρίσκεται BΔ και κοντά στο Αίγιο. * * * η / ῥοδοδάφνη, ΝΜΑ βοτ. ονομασία τού φυτού νήριο, αλλ. πικροδάφνη. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πικροδάφνη — η, Ν βοτ. η ροδοδάφνη, κοινή ονομασία τού είδους Nerium oleander, αειθαλούς θάμνου ή δέντρου τών περιοχών τής Μεσογείου με δηλητηριώδη γαλακτώδη χυμό και με εντυπωσιακά άνθη που φυτρώνουν σε δέσμες στην κορυφή τών κλαδιών, φυτού το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ροδοδάφνη — η το φυτό νήριο, η πικροδάφνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκυνίδες — (apocynaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών της τάξης των στρεψανθών. Περιλαμβάνει ποώδη, θαμνώδη ή δενδρώδη φυτά, μερικά από τα οποία είναι αναρριχητικά. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά και τα σπέρματά τους έχουν μια τούφα από τρίχες για την… …   Dictionary of Greek

  • δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… …   Dictionary of Greek

  • νέριο — και νήριο, το (Α νήριον) βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε… …   Dictionary of Greek

  • ροδόδενδρο — το / ῥοδόδενδρον, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ερεικίδες τής τάξης ερεικώδη, το οποίο περιλαμβάνει ώς και 1.200 είδη αείφυλλων και φυλλοβόλων θάμνων και λίγων δένδρων, με εντυπωσιακά άνθη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”